ὑπογυμνάζω

ὑπογυμνάζω
ὑπογυμνάζω,
A practise,

τὰς πολεμιστηρίους ἀσκήσεις Heraclit.All. 11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπογυμνάζω — Α εξασκώ, προετοιμάζω …   Dictionary of Greek

  • ὑπογυμνάζειν — ὑπογυμνάζω practise pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”